καταρρᾳθυμῶ

καταρρᾳθυμῶ
καταρρᾳθῡμῶ , καταρρᾳθυμέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καταρρᾳθῡμῶ , καταρρᾳθυμέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταρραθυμώ — καταρραθυμῶ, έω (Α) 1. είμαι εντελώς οκνηρός («καταρραθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων», Ξεν.) 2. παραμελώ κάτι 3. χάνω κάτι από αμέλεια («τὰ κατερραθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε», Δημοσθ.) 4. αποχαυνώνω κάποιον («καταρραθυμοῡντος τὴν χεῑρα τοῡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”